- καρχαρινίδες
- (carcharhinidae). Οικογένεια σαρκοφάγων ψαριών της τάξης των ελασματοβραγχίων, που περιλαμβάνει 12 γένη και 50 είδη. Ζουν σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, κυρίως όμως στα ζεστά νερά. Από αυτά, άλλα είναι πολύ επικίνδυνα και άλλα έχουν εμπορική αξία, γιατί είναι εδώδιμα. Τα ψάρια αυτά, που είναι γνωστά κυρίως ανάλογα με το είδος τους, ζουν στα πελάγη ή κοντά στις ακτές και ορισμένα στο γλυκό νερό. Τα είδη που ζουν στο πέλαγος, στις τροπικές και υποτροπικές θάλασσες έχουν μήκος 4-8 μ. και φημίζονται για την αδηφαγία, την αγριότητα και την εξαιρετική δύναμή τους. Ακολουθούν τα πλοία, τρώγοντας τα απορρίμματά τους, ενώ μπορούν να μπουν και στα λιμάνια για να τραφούν με σκουπίδια που υπάρχουν στο νερό. Στο στομάχι τους άλλωστε έχουν βρεθεί συχνά τα πιο ετερόκλητα πράγματα. Οι κ. αυτοί είναι και ανθρωποφάγοι, όσο ίσως και ο λευκός καρχαρίας. Από τα είδη αυτά, γνωστότερος είναι ο καρχαρίνοςκαρχαρίας ο γλαυκός, που ζει και στις ελληνικές θάλασσες και έχει μπλε σκούρο προς μαύρο χρώμα στη ράχη και ανοιχτότερο από κάτω. Τα δόντια του είναι τριγωνικά και πριονωτά, με κλίση προς τα μέσα. Άλλο γνωστό είδος είναι ο γαλεόκερδοςοαρκτικός, ο καρχαρίας-τίγρης, ο οποίος σε μήκος είναι μικρότερος από τον προηγούμενο, αλλά είναι πολύ πιο άγριος. Ζει συνήθως στις τροπικές θάλασσες. Από τα είδη που ζουν κοντά στις ακτές, γνωστότερα είναι o ευγάλεος ο γαλέος και o μούστελος ο κοινός, η σάρκα των οποίων τρώγεται. Τέλος, από τα είδη που ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών, γνωστότερα είναι εκείνα που ζουν στον Γάγγη και στον Ζαμβέζη.
Dictionary of Greek. 2013.